Δημοσίευση στο «Λογοτεχνικό ταξίδι», 26 Ιουλίου 2013


            Δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει την ανάγνωση. Ένα χελιδόνι τρύπωσε στο καθιστικό ταράζοντας την ησυχία του χώρου. Το βιβλίο έμεινε μετέωρο στα χέρια του.
            Ο απρόσμενος επισκέπτης του, έμοιαζε να απολαμβάνει κάθε στιγμή της επίσκεψής του. Σκορπούσε ζωηρά τιτιβίσματα μέχρι που απόκαμε στο μισοάδειο ράφι της βιβλιοθήκης, δίπλα στο μεγάλο ρολόι. Του έδωσε την εντύπωση πως από στιγμή σε στιγμή θα του μιλούσε, θα έλεγε ιστορίες από τις εκατοντάδες πτήσεις του σε μέρη άγνωστα κι απρόσιτα για αυτόν. Κι αν δεν ήταν ίδια η λαλιά τους, υπήρχε τρόπος να επικοινωνήσουν. Τα μάτια του χελιδονιού, του μετέφεραν την πιο γλυκιά αλμύρα της θάλασσας, το πιο χρυσό χρώμα εκατομμυρίων κόκκων άμμου, την πιο έντονη δροσιά του αέρα και αυτός έμεινε σιωπηλός, ρουφώντας εικόνες, ήχους, χρώματα, αρώματα, αισθήσεις και ελπίδες.
            Το ταξίδι τον συνεπήρε, τον μαγνήτισε. Αισθάνθηκε πλημμυρισμένος από χαρά και τόση αισιοδοξία που ευχόταν να μην τελείωνε ποτέ. Στα μάτια του χελιδονιού αντίκριζε τον εαυτό του γυμνό, να δοκιμάζει τις αισθήσεις του, να παίζει, να μαθαίνει, να διασκεδάζει, να ερωτεύεται, να πληγώνεται, να γελάει, να ενώνεται και να δημιουργεί ξαναζώντας την κάθε στιγμή της ζωής του.
            Το χελιδόνι σαν να είχε ολοκληρώσει την αποστολή του, τιτίβισε δυνατά και έφυγε το ίδιο αναπάντεχα από το ανοικτό παράθυρο αφήνοντας πίσω του μια νοσταλγία και την ευωδιά από χίλια τριαντάφυλλα.
            Εκείνος, σαγηνευμένος, κατευθύνθηκε με γρήγορα βήματα στο σημείο όπου λίγο πριν στεκόταν το χελιδόνι. Παραμέρισε το ρολόι από το ράφι και πήρε στα χέρια του ένα μικρό κουτί. Στράφηκε ξανά στο παράθυρο, άνοιξε το κουτί κι ευλαβικά ελευθέρωσε το περιεχόμενό του στον αέρα κι ας ήταν αυτό μοναχά μια χούφτα χώμα. «Είσαι καλά. Το ίδιο κι εγώ. Σε φιλώ», είπε και οι λέξεις ακολούθησαν την πορεία του χελιδονιού. Του φάνηκε πως τα κλαδιά σιμά του χαμογέλασαν κι αυτά, σαν ηδονή να έτρεξε γάλα ο χυμός τους.
            Γύρισε στην αναπαυτική του πολυθρόνα με μια αίσθηση ανακούφισης που όμως έγινε ξανά επιτακτική ανάγκη καθώς έπιασε το βιβλίο στα χέρια του..
            Οι λέξεις τον τράβηξαν κοντά τους, οι σελίδες τον τύλιξαν. Ήταν πια δέσμιος του σκηνικού της ιστορίας, μέρος της πλοκής, ο ένας κι όλοι οι χαρακτήρες μαζί. Κι έγινε αυτός η αρμονία με την οποία έντυσε ο συγγραφέας τις λέξεις. Η σύνδεση, ταυτόχρονη επίλυση και απόρριψη εμποδίων. Το πέταγμα του χελιδονιού, μακριά εκεί που σκόρπισε το χώμα κι οι λέξεις οι δικές του.

[Δείτε τη δημοσίευση εδώ]