Ακολουθεί η τελική εργασία μου που εκπονήθηκε για τη θεματική «Ευρωπαϊκή Ένωση – Κοινή Αγροτική Πολιτική» στο πλαίσιο του Προγράμματος Ηλεκτρονικής Μάθησης (e - learning) για τη Βιώσιμη Ανάπτυξη και τους Νέους της Διεθνούς Οργάνωσης Βιοπολιτικής (Β.Ι.Ο.) με τη χορηγία της ΓΓΝΓ.

Στο σύγχρονο, παγκοσμιοποιημένο περιβάλλον, σημαντικό ρόλο για την οικονομία διαδραματίζει ο πρωτογενής τομέας παραγωγής και συγκεκριμένα η γεωργία. Δεν είναι άλλωστε τυχαίο το γεγονός ότι η γεωργία αποτέλεσε μια από τις κύριες ανησυχίες των Ευρωπαίων εκπονητών πολιτικής από τις αρχές της Ε.Ε. (Συνθήκη της Ρώμης, 1957).

Για την στήριξη λοιπόν της γεωργικής οικονομίας υιοθετήθηκε και εφαρμόστηκε μια Κοινή Αγροτική Πολιτική (Κ.Α.Π.) στα κράτη-μέλη της Ε.Ε. με διάφορες ρυθμίσεις και κανόνες που αποβλέπουν στην διασφάλιση των ελαχίστων επιπέδων παραγωγής, στην αύξηση του βιοτικού επιπέδου, στην ενίσχυση της γεωργίας, στην βελτίωση των μεθόδων παραγωγής και στην προώθηση στην αγορά προϊόντων σε ανταγωνιστικές τιμές. Κύριο χαρακτηριστικό της Κ.Α.Π. είναι ένα σύστημα επιδοτήσεων που πληρώνονται στους αγρότες. Πολλοί, μάλιστα, θεωρούν την Κ.Α.Π. ως τη σημαντικότερη κοινή πολιτική της Ε.Ε., η οποία άλλωστε είναι ένα κεντρικό στοιχείο του θεσμικού συστήματός της και υπήρξε ο πρόδρομος της ενιαίας αγοράς που διασφαλίζει την ελεύθερη διακίνηση αγαθών, υπηρεσιών, κεφαλαίου και ανθρώπων στα κράτη-μέλη της.

Επειδή ακριβώς η Κ.Α.Π. κατείχε και συνεχίζει να κατέχει την αυξημένη προσοχή και το ενδιαφέρον των ευρωπαϊκών πολιτικών, διαμορφώθηκε διαχρονικά μέσα από δημοκρατικές διαδικασίες (Σύνοδος της Στρέσα, Γύρος της Ουρουγουάης, μεταρρυθμίσεις του 1992, Ατζέντα 2000 κτλ.) με στόχο την ενδυνάμωση της «βιώσιμης γεωργίας», την αύξηση της αγροτικής παραγωγής, την σταθεροποίηση και ομοιομορφία των αγορών, την εξασφάλιση της διαθεσιμότητας προμηθειών, την διασφάλιση ότι οι προμήθειες θα φθάνουν στους καταναλωτές σε λογικές τιμές, την οικονομική αλληλεγγύη.

Αυτό που έχει όμως ενδιαφέρον να αναπτυχθεί λεπτομερώς είναι με ποιους συγκεκριμένους τρόπους η Κ.Α.Π. μπορεί να βοηθήσει πραγματικά την γεωργία. Θα πρέπει, όμως, να σημειωθεί ότι η υλοποίηση ενός τόσο μεγάλου εγχειρήματος, όπως η Κ.Α.Π. που φιλοδοξεί να εφαρμοστεί σε κάθε ένα κράτος-μέλος της Ε.Ε., δεν θα ήταν δυνατή χωρίς την δημιουργία συγκεκριμένων οργάνων. Αυτά ήταν το κοινοτικό ταμείο για τη χρηματοδότηση της κοινής αγροτικής πολιτικής, γνωστό ως Ευρωπαϊκό Γεωργικό Ταμείο Καθοδήγησης και Εγγυήσεων, και οι ρυθμιστικές πρόνοιες, γνωστές ως κοινές οργανώσεις της αγοράς. Τα όργανα που προαναφέρθηκαν εγκρίθηκαν το 1960, και η Κ.Α.Π. τέθηκε σε ισχύ το 1962. Δύο χρόνια αργότερα, το 1964, το Ευρωπαϊκό Γεωργικό Ταμείο Καθοδήγησης και Εγγυήσεων διαιρέθηκε σε δυο τμήματα, το Τμήμα Εγγυήσεων και το Τμήμα Καθοδήγησης.

Επί της ουσίας, οι αγρότες απολαμβάνουν οικονομική στήριξη με την μορφή επιδοτήσεων, γεγονός που εξασφαλίζει σταθερότητα στην ζωή τους και εγγύηση για τα προϊόντα που καλλιεργούνται, για την ετήσια παραγωγή. Επίσης, με την εφαρμογή της Κ.Α.Π. καθορίζονται ενιαίες τιμές για τα αγροτικά προϊόντα σε όλες τις ευρωπαϊκές αγορές, κάτι που ενισχύει το προαναφερθέν θετικό, παραχωρείται αρωγή σε παραγωγούς ή λειτουργούς στον τομέα, τον καθορισμό μηχανισμών για τον έλεγχο της παραγωγής και την διοργάνωση εμπορίου με χώρες μη μέλη, κάτι που μεταφράζεται σε αύξηση της αγοράς. Επιπροσθέτως, οι Κοινές Οργανώσεις Αγοράς που περιλαμβάνουν την παρέμβαση της Ε.Ε. για την αγορά της πλεονασματικής παραγωγής και την εξωτερική προστασία από χαμηλότερες τιμές εισαγωγής καλύπτουν προϊόντα ευρείας κατανάλωσης, όπως δημητριακά, ρύζι, ζάχαρη, γάλα και γαλακτοκομικά προϊόντα, βόειο και μοσχαρίσιο κρέας. Άλλα συστήματα των Κοινών Οργανισμών Αγοράς περιλαμβάνουν την ενίσχυση τιμών και άμεση αρωγή, μόνο άμεση αρωγή, εισαγωγή προστασίας και εξαγωγή αρωγής και συστήματα τα οποία παρέχουν μόνο προστασία από εισαγωγές.

Ακόμη, σημειώνεται ένας έλεγχος τόσο στις τιμές όσο και στην παραγωγή. Σημαντικό ρόλο στον έλεγχο της παραγωγής διαδραματίζουν η αγρανάπαυση (set-aside) και η διαποίκιλση σε μη διατροφικά προϊόντα που στοχεύουν στην αφαίρεση γεωργικής γης από την καλλιέργεια ή τη διαποίκιλση της παραγωγής με αντάλλαγμα την οικονομική αποζημίωση. Σε συνδυασμό μάλιστα και με τις αντισταθμιστικές πληρωμές συμπληρώνεται το εισόδημα των αγροτών και παραχωρούνται με βάση τον αριθμό των ζώων και/ή την καλλιεργούμενη περιοχή.

Μια επιπλέον δυναμική προστίθενται με την Κ.Α.Π. στο εμπόριο με χώρες μη μέλη της Ένωσης. Περιλαμβάνονται εισαγωγές προϊόντων στην Κοινότητα και εξαγωγές κοινοτικών προϊόντων σε άλλες χώρες. Έχουν υιοθετηθεί προσαρμογές για την ενθάρρυνση εξαγωγών επεξεργασμένων προϊόντων. Ειδικά για τις εισαγωγές, έχει εισαχθεί ένα ενιαίο σύστημα εισφορών για τα περισσότερα προϊόντα ώστε να διασφαλιστεί ότι οι τιμές εισαγωγής δεν είναι χαμηλότερες από αυτές τις Κοινότητας. Στον τομέα των εξαγωγών από την άλλη, οι παραγωγοί της Κοινότητας που εξάγουν στην υπόλοιπη ανθρωπότητα μπορούν να έχουν επιστροφή χρημάτων από την Ε.Ε. ούτως ώστε οι τιμές τους να έρχονται στο επίπεδο των παγκόσμιων τιμών. Συμβολή της Κ.Α.Π. αποτελεί και το γεγονός ότι ενθαρρύνονται οι καλλιεργητές να ενταχθούν επί εθελοντικής βάσεως σε οργανισμούς παραγωγών ώστε να μπορέσουν να χρησιμοποιήσουν με τον καλύτερο τρόπο τους πόρους που τους κατανέμονται και να επιτύχουν τους στόχους των οργανισμών αγοράς.

Δυστυχώς, όπως κάθε πολιτική που εφαρμόζεται έχει δυο όψεις: την θετική και την αρνητική, έτσι και η Κ.Α.Π. αντιμετωπίζει κάποια προβλήματα.

Η σημαντικότερη ίσως πρόκληση που έχει να αντιμετωπίσει είναι η επίκριση για το αυξημένο κόστος της. Στην ουσία με την Κ.Α.Π. γίνεται μια μεταφορά χρημάτων από την πλευρά των φορολογουμένων και των καταναλωτών προς τους αγρότες ώστε να ενισχύεται ο αγροτικός τομέας, να προωθείται η παραγωγή τροφίμων και να διασφαλίζεται η επαρκής προμήθεια τροφίμων. Οι δαπάνες της Κ.Α.Π. υπολογίζεται ότι ανέρχονται στα 40 δις ευρώ το 2000. Ως απόρροια αλληλένδετων μεταξύ τους γεγονότων, η Κ.Α.Π. έχει ως αποτέλεσμα ψηλότερες τιμές τροφίμων για τους ευρωπαίους καταναλωτές.

Βαρύτητα δίνεται επίσης, στις επιπτώσεις της Κ.Α.Π. στο περιβάλλον. Παρά το γεγονός ότι ο σχεδιασμός της έγινε για να αυξήσει τη γεωργική παραγωγή και να βελτιώσει το βιοτικό επίπεδο των ασχολούμενων με τη γεωργία, παρέμεινε ελλιπής στην πρόληψη των επιπτώσεων της εντατικής γεωργικής παραγωγής στο φυσικό περιβάλλον. Σε πολύ γενικές γραμμές, η Κ.Α.Π. είχε αρνητικές επιπτώσεις στην ποσότητα και την ποιότητα των υδάτινων πόρων, στην ποιότητα των εδαφών και στη βιοποικιλομορφία.

Επιπτώσεις της Κ.Α.Π. σημειώνονται επίσης σε χώρες του Τρίτου Κόσμου. Συγκεκριμένα η Κ.Α.Π. υπονομεύει έντονα τους γεωργούς στις υπανάπτυκτες χώρες, γιατί δεν μπορούν να ανταγωνιστούν τις έντονα επιδοτημένες εισαγωγές και δεν έχουν τη χρηματική ευχέρεια να πληρώνουν τις δασμολογήσεις εισαγωγής ώστε να πουλούν τα προϊόντα τους σε χώρες της Ε.Ε. Οι παράγοντες που αναφέρθηκαν έχουν ως αποτέλεσμα τη μείωση της γεωργίας στις χώρες αυτές, κάτι που οδηγεί στην εξάπλωση της φτώχειας, στην ανάπτυξη των πόλεων και στην διάδοση της πείνας. Σε συνδυασμό μάλιστα με τις γεωργικές επιδοτήσεις και τις ταρίφες εισαγωγής της Ε.Ε. τα αρνητικά αποτελέσματα πολλαπλασιάζονται.

Οι πολιτικές όμως που σχεδιάζει η Ευρωπαϊκή Ένωση αποσκοπούν στην προάσπιση του ευρωπαϊκού μοντέλου γεωργίας και στην υπόδειξη ότι οι μη εμπορικές πτυχές της γεωργίας πρέπει επίσης να τύχουν χειρισμού. Εκτός από την παραγωγή τροφίμων, η γεωργία έχει έναν πολύ-λειτουργικό ρόλο ο οποίος περιλαμβάνει την προστασία της υπαίθρου, την προστασία του περιβάλλοντος, την ασφάλεια και την ποιότητα τροφίμων, την ευημερία των ζώων και άλλα. Ως εκ τούτου απαιτείται ένα ισοζύγιο μεταξύ των σχετιζομένων με το εμπόριο και των μη σχετιζομένων με το εμπόριο γεωργικών θεμάτων.