Η παρακάτω εργασία έγινε στα πλαίσια του φροντιστηρίου των Νέων Ελληνικών του Α' εξαμήνου 2005/2006 του Τμήματος Ελληνικής Φιλολογίας του Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης από τον Λαμπαδαρίου Ηρακλή.
Ο Κωνσταντίνος Καβάφης, ένας από τους πιο αξιόλογους Νεοέλληνες ποιητές, γεννήθηκε στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου το 1863. Οι γονείς του κατάγονταν από την Κωνσταντινούπολη. Ο πατέρας του, Πέτρος, ήταν έμπορος και η μητέρα του, Χαρίκλεια Φωτιάδη, που φαίνεται πως την αγαπούσε ξεχωριστά είχε την φροντίδα της ανατροφής των παιδιών. Νεότατος ο Καβάφης πήγε στην Αγγλία και για οικονομικούς λόγους εγκαταστάθηκε εκεί. Στα 1880 τον συναντούμε ξανά στην Αλεξάνδρεια και ύστερα από λίγο στην Πόλη. Εκεί μένει για τρία χρόνια και από το 1885 εγκαθίστανται οριστικά στην Αλεξάνδρεια, όπου έως το 1922 θα περάσει μια μονότονη και πληκτική ζωή υπαλλήλου. Το 1922 φεύγει από την υπηρεσία και αφοσιώνεται πιο συστηματικά στην τέχνη του. Όμως η αρρώστια του καρκίνου του λάρυγγα θα σταματήσει τη ζωή του, την άνοιξη του 1933, σε ηλικία εβδομήντα χρονών. Στο μεταξύ, θα κάνει μερικά σύντομα ταξίδια στην Ελλάδα και στην Γαλλία. Αυτό είναι το γενικό διάγραμμα της ζωής του Καβάφη, μιας ζωής χωρίς ιδιαίτερες περιπέτειες, διότι όλη κύλησε μέσα στις πνευματικές αναζητήσεις, την μελέτη και τη συγγραφή αξιόλογων και σπουδαίων ποιημάτων.


Το ποιητικό έργο του Καβάφη αποτελείται από ένα και μόνο τόμο με 154 ποιήματα. Όσο ζούσε τύπωνε τα ποιήματά του σε φέϊγ-βολάν εκτός εμπορίου και τα μοίραζε στους φίλους του. Μετά τον θάνατό του εκδόθηκαν σ’ έναν τόμο σύμφωνα με την επιλογή και κατάταξη που είχε κάνει ο ίδιος, με τον τίτλο «ΠΟΙΗΜΑΤΑ, 1935». Ο τόμος αυτός ξανατυπώθηκε απαράλλακτα δύο μάλιστα φορές από την εκδοτική εταιρία «Ίκαρος» με τον τίτλο «Κ. Καβάφης, Ποιήματα». Εκτός από τα ποιήματα αυτά του τόμου, υπάρχουν αρκετά ποιήματα, τα οποία δεν εξεδόθησαν σε βιβλίο, γιατί ο ποιητής τους δεν τα έκρινε άξια λόγου. Πολλά από τα ποιήματα αυτά τυπώθηκαν συγκεντρωμένα στο περιοδικό «Τα Νέα Γράμματα» τόμος Β’ Γεννάρης-Φλεβάρης 1936.

Ο ίδιος ο ποιητής διέκρινε από άποψη περιεχομένου τα ποιήματά του σε τρεις κατηγορίες (ή περιοχές) : τα φιλοσοφικά, που επικεντρώνονται σε διάφορα θέματα, όπως είναι η αδυσώπητη μοίρα, η ματαιότητα των ανθρώπινων μεγαλείων, η έννοια της ύβρεως, η ανθρώπινη αξιοπρέπεια, τα ιστορικά, στα οποία ο ποιητής ανατρέχει στο ιστορικό παρελθόν για να αξιοποιήσει πρόσωπα ή καταστάσεις ως σύμβολα ή για να αποκρύψει το προσωπικό του βίωμα και τα ηδονικά (ή αισθησιακά) που σχετίζονται με τον ιδιότυπο ερωτισμό του, τον οποίο μετουσιώνει σε γνήσια λυρική ποίηση.

Ένα από αυτά τα ιστορικά ποιήματα είναι και το ποίημα με τίτλο «Θερμοπύλες», το οποίο γράφτηκε τον Ιανουάριο του 1901[1]. Το ποίημα αυτό εντάσσεται στην περιοχή των ιστορικών ποιημάτων, επειδή ο ποιητής χρησιμοποιεί το κορυφαίο ιστορικό γεγονός των Θερμοπυλών ως σύμβολο για να περάσει τα μηνύματά του και να διδάξει κατά κάποιο τρόπο δίνοντας τον δικό του ηθικό κώδικα. Αξίζει να σημειώσουμε ότι στο συγκεκριμένο ποίημα θίγεται μεταξύ άλλων και η έννοια του «χρέους», «μια έννοια που θα απασχόλησε φοβερά τη συνείδηση και θα βασάνισε πολύ τη σκέψη του Καβάφη. Και αυτό γιατί, για τον Καβάφη, τον σκεπτικιστή και πραγματολόγο, τον άνθρωπο που γνώρισε πάρα πολύ τη φλόγα του πάθους, ενός πάθους ανώμαλου, και μ’ όλο που διαλαλούσε ότι «η κοινωνία συσχέτιζε κουτά», αισθανόταν τη ντροπή του, η έννοια του χρέους ήταν βασανιστική. Και έπρεπε να τη διερευνήσει, να τη φωτίσει από πολλές πλευρές, να την αναλύσει»[2].
Αρχικά, ήδη από τον τίτλο του ποιήματος αντιλαμβανόμαστε την χρήση ενός συμβόλου και μάλιστα πολύ ισχυρού. Οι Θερμοπύλες είναι ένα πασίγνωστο σύμβολο, ιστορικής καταγωγής, ένα σύμβολο πολεμικής αρετής[3]. Είναι ένα ισχυρότατο σύμβολο ανδρείας και αλτρουισμού. Με πλήρη επίγνωση του χρέους και του καθήκοντός τους, οι ολιγάριθμοι στρατιώτες του Λεωνίδα προσφέρουν ό,τι πολυτιμότερο έχουν, την ζωή τους, για την πατρίδα. Δίχως δισταγμό και αμφιβολίες στέκουν ακίνητοι στις θέσεις τους ακόμη και όταν μαθαίνουν για την προδοσία του Εφιάλτη[4]. Συμπερασματικά, θα λέγαμε ότι αυτός ο τίτλος-σύμβολο εστιάζεται στον καθορισμό ενός χρέους και στην αμετακίνητη φύλαξη.
Όσον αφορά το σώμα του ποιήματος, για να γίνει καλύτερη η μελέτη και ο σχολιασμός του περιεχομένου των νοημάτων, μπορεί να χωρισθεί σε τρία μέρη. Το πρώτο μέρος περιέχει τους τρεις πρώτους στίχους. Το δεύτερο μέρος τους στίχους τέσσερα έως δέκα και το τρίτο μέρος τους υπόλοιπους (στίχοι έντεκα έως δεκατέσσερα).
Στο πρώτο μέρος, ο πρώτος στίχος λιτά και χωρίς περιστροφές δίνει το ελάχιστο που (πρέπει να) απολαμβάνουν οι άνθρωποι που όρισαν και φυλάνε Θερμοπύλες στην ζωή τους : Τιμή[5]. Ούτε χρήματα, ούτε δόξα, ούτε αξιώματα. Μονάχα τιμή αξίζει να δοθεί σ’ αυτούς που συνειδητά ρίχνονται στους κινδύνους της καθημερινότητας, ξέροντας πως μπορεί και να χάσουν, πως μπορεί να πληγωθούν και να ηττηθούν. Σ’ αυτούς λοιπόν αξίζει μια τιμή, ως την ελάχιστη αναγνώριση του έργου τους και της προσφοράς τους. Όμως, αυτοί είναι ξεχωριστοί, διότι «ποτέ από το χρέος μη κινούντες». Δεν τα παρατάνε ποτέ, συνέχεια αγωνίζονται, παραμένουν στην θέση τους σαν άγρυπνοι φρουροί και δίνουν τις μάχες τους όποτε κληθούν, δίχως να νοιάζονται αν η έκβαση της μάχης θα είναι θετική ή αρνητική, αν θα χάσουν ή όχι την ζωή τους.
Αυτοί όμως οι άνθρωποι δίνουν την έμπνευση στον ποιητή και τον οδηγούν στην δημιουργία ενός ηθικού κώδικα, ο οποίος παρατίθενται στους στίχους τέσσερα έως δέκα. Στον πολύ αξιοπρόσεκτο αυτό ηθικό κώδικα τιμάται η δικαιοσύνη και η άκρα συνέπεια («δίκαιοι κ’ ίσιοι σ΄ όλες των τές πράξεις»), αλλά μόνον όταν συνοδεύονται από λύπη και ευσπλαχνία («αλλά με λύπη κιόλας κ’ ευσπλαχνία»). Η γενναιοδωρία επιβάλλεται σε πλούσιους και φτωχούς – όχι το μέγεθος της συνδρομής, αλλά η διάθεση που την εμπνέει αποτελεί την αξία της («γενναίοι οσάκις είναι πλούσιοι, κι όταν είναι πτωχοί, πάλ’ εις μικρόν γενναίοι, πάλι συντρέχοντες όσο μπορούνε»). Επαινείται η φιλαλήθεια, αλλά όχι κ’ εδώ η φανατική προσήλωση που φτάνει έως το μίσος προς τους ψευδόμενους («πάντοτε την αλήθεια ομιλούντες, πλην χωρίς μίσος για τους ψευδομένους»). Όλες αυτές οι «μετρημένες» αρετές είναι μερικότερες όψεις της καβαφικής αξιοπρέπειας. Ο προσεκτικός αναγνώστης θα σημειώσει εδώ το ελληνικό μέτρο, την «μεσότητα» του Αριστοτέλη[6]. Σαν ένας άλλος λοιπόν Αριστοτέλης, ο Καβάφης επιχειρεί στο ποίημα αυτό να ορίσει το μέτρο, την μεσότητα που δεν ξεπερνά ποτέ τα δύο εκ διαμέτρου αντίθετα άκρα του ιδανικού ανθρώπου-φύλακα των Θερμοπυλών (οι Θερμοπύλες εννοούνται εδώ ως τις καθημερινές προκλήσεις που δέχονται όλοι ανεξαιρέτως οι άνθρωποι). Θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε ότι ο ορισμός του μέτρου του προτύπου γίνεται από τον Καβάφη με τρόπο μοναδικό, που μας πείθει και μας παροτρύνει να τον αποδεχτούμε, χωρίς να μας αφήνει το παραμικρό περιθώριο αμφισβήτησής του. Αλήθεια, ποιος θα μπορούσε να διαβάσει το ποίημα αυτό δίχως να επηρεαστεί από το πρότυπο που περιγράφεται στον ηθικό κώδικα, ώστε να μην το εφαρμόσει στην καθημερινότητά του ;
Πέραν όμως του αξιοπρόσεκτου ηθικού κώδικα, το βάρος ολόκληρου του ποιήματος βρίσκεται στο τελευταίο τετράστιχο. Αυτό έχει σημασία για τον ποιητή : να προβλέπεις ότι θα ηττηθείς (πάντα θα βρεθεί ένας Εφιάλτης και οι Μήδοι θα περάσουν) και όμως «να μη κινείς από το χρέος σου», να στέκεσαι ασάλευτος στη θέση σου και να πέφτεις[7]. Ιδιαίτερη όμως σημασία έχει και η επανάληψη του ρήματος «προβλέπουν» στον στίχο 12. Το ρήμα «βλέπω» θα πει έχω κάτι παρόν, μπρος στα μάτια μου, και το κοιτάζω, το βλέπω. Το ρήμα «προβλέπω» σημαίνει «βλέπω» κάτι που δεν βρίσκεται μέσα στο παρόν, αλλά μέσα στο μέλλον. Επομένως, για τους υπερασπιστές των Θερμοπυλών του ποιήματος ο Εφιάλτης και οι Μήδοι βρίσκονται μέσα στο μέλλον[8]


. Αυτό έχει μεγάλη σημασία, αφού μεταξύ του παρόντος και του μέλλοντος υπάρχει ένα χρονικό διάστημα στο οποίο θα μπορούσε να εγκαταλείψει τη μάχη ο Λεωνίδας με τους τριακόσιους άνδρες του («μιας και ο Εφιάλτης θα φανεί στο τέλος»). Αντίθετα, παρέμεινε εκεί και θυσιάστηκε για τα ελληνικά ιδανικά μαζί με όλους τους υπόλοιπους στρατιώτες.

Η στάση που επέδειξαν οι Έλληνες στις Θερμοπύλες αποτελεί μέχρι και στις μέρες μας σημείο αναφοράς και παράδειγμα ανδρείας για ολόκληρο τον κόσμο, ένα σημείο που θα συνεχίσει μέχρι την αιωνιότητα να εμπνέει και να οδηγεί σε ασταμάτητους, κοπιώδεις, σκληρούς, αδυσώπητους, φοβερούς αγώνες, των οποίων η έκβαση τις περισσότερες φορές δεν θα είναι θετική. Μα πάνω απ’ όλα θα δίνει συνεχώς το σύνθημα για την διαρκή επαγρύπνηση της διαφύλαξης των αξιών, των ιδανικών και των αρχών της κοινωνίας.Βιβλιογραφία


§ Ε. Π. Παπανούτσου. Παλαμάς Καβάφης Σικελιανός. Αθήνα : Ίκαρος, 1985, 177-179


§ Κ. Π. Καβάφη. Ποιήματα (1896-1933). Αθήνα : Ίκαρος, 1990, 21

§ Κ. Π. Καβάφη. Ποιήματα (1897-1918). Νέα έκδοση του Γ. Π. Σαββίδη. Αθήνα : Ίκαρος, Αύγουστος 1991, 171

§ Καραντώνη, Αντρέα. Παλαμάς, Σικελιανός, Καβάφης. Αθήνα : Ε. & Μ. Ζαχαρόπουλου, (χ. χ.), 263-266

§ Μεγάλη Σχολική Εγκυκλοπαίδεια. Αθήνα : Μανιατέα, 1997, τόμος 7, 195

§ Ξ. Α. Κοκόλης. Θερμοπύλες και Πάρθεν, ένα πλην κι’ ένα συν στην ποίηση του Καβάφη. Θεσσαλονίκη : (χ. ε.), Σεπτέμβριος 1985, 19,27

§ Τεγόπουλος – Φυτράκης. Ελληνικό Λεξικό. Αθήνα : Εκδόσεις Αρμονία, 1995, 765







[1] Κ. Π. Καβάφη. Ποιήματα (1897-1918). Νέα έκδοση του Γ. Π. Σαββίδη. Αθήνα : Ίκαρος, Αύγουστος 1991, 171

[2] Ε. Π. Παπανούτσου. Παλαμάς Καβάφης Σικελιανός. Αθήνα : Ίκαρος, 1985, 178-179
[3] Ξ. Α. Κοκόλης. Θερμοπύλες και Πάρθεν, ένα πλην κι’ ένα συν στην ποίηση του Καβάφη. Θεσσαλονίκη : (χ. ε.), Σεπτέμβριος 1985, 19
[4] Ε. Π. Παπανούτσου. Παλαμάς Καβάφης Σικελιανός. Αθήνα : Ίκαρος, 1985, 178 : Κατά κύριο λόγο ένας, μέσα στους ήρωες των Θερμοπυλών, ήξερε με βεβαιότητα (σαν μάντης που ήταν) ότι θα πεθάνει πολεμώντας και όμως έμεινε στην θέση του και χάθηκε : ο Μεγιστίας, που τιμήθηκε με ξεχωριστό επίγραμμα : Ηρόδ. VII, 228.
[5] Τεγόπουλος – Φυτράκης. Ελληνικό Λεξικό. Αθήνα : Εκδόσεις Αρμονία, 1995, 765 : ό,τι απονέμεται σε ένδειξη αναγνώρισης, σεβασμού/ ό,τι εξυψώνει τον άνθρωπο στα μάτια των άλλων/ καλή φήμη, κοινωνική υπόληψη
[6] Ε. Π. Παπανούτσου. Παλαμάς Καβάφης Σικελιανός. Αθήνα : Ίκαρος, 1985, 177-178
[7] ό. π. 177-178
[8] Ξ. Α. Κοκόλης. Θερμοπύλες και Πάρθεν, ένα πλην κι’ ένα συν στην ποίηση του Καβάφη. Θεσσαλονίκη : (χ. ε.), Σεπτέμβριος 1985, 27